ὁλοκαυτώσῃ

ὁλοκαυτώσῃ
ὁλοκαυτώσηι , ὁλοκαύτωσις
sacrifice of a burntoffering
fem dat sg (epic)
ὁλοκαυτόω
bring a burnt-offering
aor subj mid 2nd sg
ὁλοκαυτόω
bring a burnt-offering
aor subj act 3rd sg
ὁλοκαυτόω
bring a burnt-offering
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ολοκαύτωση — η (ΑΜ ὁλοκαύτωσις) [ολοκαυτώ (II)] νεοελλ. 1. πλήρης καύση, αποτέφρωση, απανθράκωση 2. ολοσχερής καταστροφή, ιδίως ανθρώπων, για υψηλά ιδανικά μσν. αρχ. η προσφορά θύματος το οποίο καίγεται ολόκληρο πάνω στον βωμό («καὶ ἀνοίσεις ἐπὶ τὸ… …   Dictionary of Greek

  • ολοκαύτησις — και ολοκαύστησις, η (Α) [ολοκαυτώ (Ι)] ολοκαύτωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”